- μεγαλοπολίτῃ
- μεγαλοπολίτηςcitizen of a large citymasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγαλόπολη — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 430 μ., 5.114 κάτ.), του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένη κοντά στα ερείπια της ομώνυμης αρχαίας πόλης, η Μ. είναι η μεγαλύτερη κωμόπολη του νομού Αρκαδίας και μεταξύ 1961 και 1971 παρουσίασε τη … Dictionary of Greek
Κερκίδας — Όνομα πολιτικών της αρχαιότητας από τη Μεγαλόπολη της Αρκαδίας. 1. Πολιτικός (μέσα 4ου αι. π.Χ.). Ήταν γνωστός στην πατρίδα του ως νομοθέτης. Ο Δημοσθένης αποκάλεσε προδότες τον Κ., τους συνεργάτες του, Ιερώνυμο και Ευκαμπίδα, καθώς και πολλούς… … Dictionary of Greek
Τεγέα — Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Κρήτης. Κατά την παράδοση την έχτισε ο Αγαμέμνονας, γυρνώντας από την Τροία. Στην ίδια παράδοση ο βασιλιάς των Μυκηνών έχτισε στο νησί και 2 άλλες πόλεις. Ο Στέφανος Βυζάντιος όμως γράφει: «έστι και… … Dictionary of Greek